ἀκρόδετος

ἀκρόδετος
ἀκρό-δετος, ον,
A bound at end or top, AP6.5 (Phil.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ακρόδετος — η, ο (Μ ἀκρόδετος, ον) ο δεμένος με άλλον από την άκρη ή την κορυφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + δετός < δέω. ΠΑΡ. νεοελλ. ακροδεσία, ακροδετώ] …   Dictionary of Greek

  • ἀκροδέτους — ἀκρόδετος bound at end masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακροδεσία — και σιά, η [ακρόδετος] 1. το να είναι κάτι δεμένο στις άκρες του ή από τις άκρες του 2. Ναυτ. η ακροδέτηση 3. το «δέσιμο» ενός οικοδομήματος με μεγάλους και στερεούς λίθους στις γωνίες τών θεμελίων του …   Dictionary of Greek

  • ακροδετώ — Ναυτ. προσδένω τις επάνω γωνίες τού ιστίου στα ακροκέραια, «δένω την αμορόζα». [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρόδετος. ΠΑΡ. νεοελλ. ακροδέτηαη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”